- ἀκρορρίνιον
- ἀκρο-ρρίνιον, τό, ([etym.] ῥίς)A tip of the nose, Poll.2.80.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκρορρίνιον — tip of the nose neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρορίνιο — το (Α ἀκρορρίνιον) το ακραίο σημείο τής μύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ῥις, ῥινός] … Dictionary of Greek